«Γκίζα» στα βλάχικα ονομάζεται η μυζήθρα. Είναι ένα πανάρχαιο είδος τυριού που προέρχεται από τα υγρά που προκύπτουν από την παρασκευή της φέτας και άλλων σκληρών τυριών.
Στο χωριό μου αλλά και σε ορισμένα χωριά του κάμπου, την έφτιαχναν (και κάποιοι μερακλήδες τη φτιάχνουν ακόμα) από ξινόγαλο…
Η συγκεκριμένη γκίζα είναι λευκότερη, ξυνίζει ελαφρώς, είναι καλύτερη σε ποιότητα και πιο νόστιμη.
Για να φτιάξουν παλιότερα το ξινόγαλο, έβαζαν το γάλα, κυρίως κατσικίσιο ή πρόβειο, αμέσως μετά το άρμεγμα μέσα σε πήλινα κιούπια και το άφηναν να ωριμάσει, να ξινίσει.
Το γάλα φούσκωνε και δημιουργούσε ένα πηχτό λιπαρό στρώμα στην επιφάνεια και τότε ήταν έτοιμο να «χτυπηθεί».
Το έβαζαν σε ένα στενόμακρο σκεύος την «τρομπολίτσα» – έτσι το λένε οι βλάχοι, «ματενίτσα» ή «ματένκα» έχω ακούσει να το αποκαλούν οι ντόπιοι πληθυσμοί – και με ένα μακρύ κοντάρι που στο ένα άκρο του ήταν σφηνωμένο κάτι σαν ρόδα, χτυπούσαν αλύπητα το ξινισμένο γάλα για αρκετή ώρα και ω του θαύματος εμφανίζονταν στην επιφάνεια το βούτυρο, φρέσκο-φρέσκο και λαχταριστό…
Αφαιρούσαν το βούτυρο και έμενε το ξινόγαλο που το έπιναν σαν δροσιστικό, ή συνόδευαν με αυτό ορισμένα φαγητά, ιδιαίτερα τους θερμούς μήνες.
Πολλές φορές πρόσθεταν μπουκιές μπαγιάτικου ψωμιού, έφτιαχναν ένα είδος “παπάρας” και την κατανάλωναν για πρωινό.
Οι βλαχαρβανήτες μαζί με την πίτα σέρβιραν απαραίτητα ξινόγαλο. Από το ξινόγαλο, όταν το είχαν σε μεγάλες ποσότητες έπαιρναν, την γκίζα ή ούρδα…
Το έβραζαν σε μεγάλα καζάνια επάνω στην σόμπα ή στο τζάκι και όταν άρχιζαν να εμφανίζονται “πήγματα” στην επιφάνεια, το στράγγιζαν σε τουλουπάνια που τα λέγανε τσαντίλες και παίρνανε το κατάλευκο πεντανόστιμο προϊόν που το ανακάτευαν με χόρτα ή αυγά και έφτιαχναν τις πίτες τους.
Η γιαγιά μου, συντηρούσε το βούτυρο και τη μυζήθρα σε πήλινα κιούπια. Είχαμε μυζήθρα και βούτυρο για τα ζυμαρικά και τις πίτες μας όλο το χειμώνα.
Όταν δε, θέλαμε να φάμε κάτι πρόχειρο μας έφτιαχνε αυγά με μυζήθρα και φρέσκο βούτυρο στο τηγάνι.
Δοκιμάστε το με τη μυζήθρα που θα φτιάξουμε μαζί και θα γλείφετε τα δάχτυλά σας.
Εγώ θα σας δείξω δυο τρόπους για να φτιάξετε τη δική σας μυζήθρα επιλέξτε όποιον εσείς θέλετε και το αποτέλεσμα σίγουρα θα σας αποζημιώσει…
Υλικά για τον πρώτο τρόπο:
- 3 λίτρα γάλα (κατά προτίμηση κατσικίσιο)
- 6 κουταλιές ξύδι ή
- Χυμός από 1 ½ λεμόνι
- Αλάτι
Υλικά για τον δεύτερο τρόπο:
- 3 λίτρα γάλα (κατά προτίμηση κατσικίσιο)
- 6 κουταλιές μαγιά γιαουρτιού
- Αλάτι
Εκτέλεση:
Οποιονδήποτε τρόπο κι αν επιλέξετε το γάλα πρέπει να βράσει ώσπου να φουσκώσει…
Αν ακολουθήσετε τον πρώτο τρόπο, μόλις το γάλα φουσκώσει ρίξτε μέσα το ξύδι ή το χυμό λεμονιού.
Θα το δείτε να αλλάζει υφή. Θα «κόψει».
Μην ανησυχήσετε, αυτό δείχνει ότι είστε σε καλό δρόμο.
Αφήστε το να σιγοβράσει 3-4 λεπτά ακόμα…
Μετά πάρτε ένα τουλουπάνι (λεπτό βαμβακερό ύφασμα).
Απλώστε το μέσα στο σκεύος που στραγγίζετε τα μακαρόνια (σουρωτήρι) και ρίξτε το περιεχόμενο της κατσαρόλας μέσα…
Πιάστε τις τέσσερις άκρες του τουλουπανιού και ανακινήστε το περιεχόμενο μέχρι να φύγουν τα πολλά υγρά…
Δέστε τις άκρες μεταξύ τους και κρεμάστε το από κάπου για να στραγγίξει καλά.
Μετά από 4-5 ώρες θα έχετε τη μυζήθρα σας έτοιμη.
Αλατίστε την αν προτιμάτε ή καταναλώστε την έτσι γλυκόξινη.
Όσες ακολουθήσετε το δεύτερο τρόπο θα κουραστείτε λίγο περισσότερο.
Θα χρειαστεί αφού βράσετε το γάλα να το πήξετε σε γιαούρτι και μετά να το ξαναβράσετε και να ακολουθήσετε τα ίδια βήματα που περιέγραψα παραπάνω.
Αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιώ εγώ γιατί εδώ και πολύ καιρό, έχω πάψει να καταναλώνω γιαούρτια του εμπορίου.
Προμηθεύομαι γάλα κατσικίσιο δυο φορές την εβδομάδα και φτιάχνω εύκολα και γρήγορα το δικό μου γιαούρτι χωρίς πρόσθετα και συντηρητικά.
Καλή επιτυχία φίλες μου! Θα τα ξαναπούμε στην επόμενη συνταγή, μέχρι τότε προσπαθήστε να ασχοληθείτε με κάτι καινούριο γιατί αυτό για το οποίο μετανιώνουμε περισσότερο είναι οι προσπάθειες τις οποίες ποτέ δεν κάναμε…
Σας φιλώ, αυγή!
Αφήστε μια απάντηση