Η πίτα αυτή λέγεται “Λιακρούαρ τάρδουρ” στα αρβανήτικα και την έφτιαξε η θεία μου η Βέρα…
Λιακρούαρ ονομάζουν οι αρβανίτες, την πίτα, κάθε είδους πίτα, πρασόπιτα, κολοκυθόπιτα, τυρόπιτα, αυγόπιτα κλπ.
Στην κυριολεξία όμως «λιακρούαρ» σημαίνει πίτα που η γέμιση της περιέχει χόρτα, κυρίως τσουκνίδες αφού «λιάκρα» στα αρβανήτικα είναι οι «τσουκνίδες».
Μάλλον εκεί ψηλά στα κατσάβραχα που ζούσαν οι μακρινοί μου πρόγονοι το μόνο που υπήρχε σε αφθονία ήταν οι τσουκνίδες, διόλου ευκαταφρόνητες βέβαια, αφού αποτελούσαν εκτός από τροφή και φάρμακο και καλλυντικό και απολυμαντικό και πολλά άλλα (δείτε σχετικό άρθρο για το πως να βάλετε τη τσουκνίδα στο πιάτο σας).
Το σκούρο πράσινο νερό που προέκυπτε από το βράσιμο της τσουκνίδας, το έδιναν – κατά ομολογία της γιαγιάς Αθηνάς – σε αυτούς που είχαν προσβληθεί από τον βάκιλο της φυματίωσης «για να δυναμώσει το αίμα τους».
Μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα η πενικιλίνη, ούτε τα αντιβιοτικά και η φυματίωση θέριζε, κυρίως νέους ανθρώπους.
Θυμάμαι με φρίκη, τη γειτόνισσα η οποία υπέφερε από αρθρίτιδα να υποβάλλει συχνά πυκνά τα πόδια και τα χέρια στο μαρτύριο του «τσουκνίσματος» για θεραπευτικούς, βέβαια σκοπούς.
Με ένα μεγάλο ματσάκι τσουκνίδες και ζεματιστό νερό, η γιαγιά Αθηνά απολύμαινε τα ξύλινα κυρίως σκεύη όπου, συγκέντρωνε το γάλα και παρασκεύαζε τα διάφορα γαλακτοκομικά, το τυρί, τη μυζήθρα, το ξινόγαλο, το βούτυρο κλπ.
Αλλά και σαν μέσο διαπαιδαγώγησης, η τσουκνίδα, έφερνε πολύ καλά αποτελέσματα σ’ εμάς που τη ζαλίζαμε με τις αταξίες μας.
Κάθε φορά που δεν έπιανε ο λόγος της γιαγιάς, έκοβε μια μεγάλη τσουκνίδα και…. «πού σε πονεί και πού σε σφάζει». Γέμιζαν τα γυμνά μας ποδαράκια και τα μπρατσάκια μας με κόκκινες φουσκάλες που πονούσαν αφόρητα ευτυχώς, όχι για πολύ.
Θαυματουργές λοιπόν οι τσουκνίδες, τα «λιάκρα» των Αρβανητών, «βέρτζε» στα βλάχικα, που αποτελούσαν γι αυτούς πολύτιμη τροφή.
Την άνοιξη η γιαγιά τις μαγείρευε φρέσκες και τρυφερές με φρέσκο βούτυρο, γάλα και αυγά, ή σκέτες, σαλάτα με λεμόνι και ελαιόλαδο.
Εκεί κατά τα τέλη του Μάη όταν είχαν μεγαλώσει αρκετά, οι Δροσοπηγιώτες έσπευδαν σε μέρη καθαρά και απάτητα για να τις συλλέξουν σε μεγάλες ποσότητες.
Τις άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσουν. Τις έτριβαν, πετούσαν τα σκληρά μέρη και μετά τις διατηρούσαν σε πάνινα σακούλια όλο τα χειμώνα για να φτιάχνουν τις περίφημες τσουκνιδόπιτες.
Μια τέτοια τσουκνιδόπιτα θα φτιάξουμε σήμερα λίγο διαφορετική από αυτές που σας έχω δείξει στο παρελθόν αλλά πολύ νόστιμη, πολύ εύκολη.
Την πίτα αυτήν την έφιαχνε η γιαγιά Αθηνά, συνήθως όταν ζύμωνε το ψωμί της εβδομάδας. Κρατούσε μια ποσότητα ζύμης και πριν προλάβει να βγάλει τα καρβέλια από τον φούρνο η «πίτα βινίτα» ή «λιακρούαρ τάρδουρ» ήταν έτοιμη στο τραπέζι…
Υλικά:
Για τη ζύμη:
- 4 μέτριες πατάτες
- 3 ποτήρια νερό (χλιαρό)
- 1 κουτ. σουπ. αλάτι (κατά προτίμηση χοντρό)
- 2 κύβους μπυρομαγιά
- Αλεύρι (όσο πάρει)
Για τη γέμιση:
- 2 γεμάτες χούφτες ξερές τσουκνίδες ή χλωρές
- 250 γρ. μυζήθρα ή τυρί
- 4 αυγά
- 1 κουτ. σουπ. αλεύρι
- 4-5 κουτ. σουπ. ελαιόλαδο
- Αλάτι
Εκτέλεση:
Ξεκινήστε με τη γέμιση. Βάλτε λίγο νερό σε μια κατσαρόλα και όταν αρχίσει να κοχλάζει ρίξτε τις τσουκνίδες ανακατεμένες με μια κουταλιά αλεύρι να βράσουν για 15 λεπτά.
Στραγγίξτε τις, ρίξτε μια κουταλιά λάδι, δυο-τρεις κουταλιές από το ζουμί τους, τη μυζήθρα και τα αυγά και ανακατέψτε καλά, δοκιμάστε και αλατίστε…






Ψήστε στον φούρνο (ή αν είστε τυχερές και διαθέτετε, στη σόμπα) τις πατάτες.

Διαφορετικά βράστε τις και πατήστε τις με πηρούνι ή κουτάλι να γίνουν πουρές…

Διαλύστε σε λίγο κρύο νερό την μπυρομαγιά…

Αλείψτε το ταψί με 3-4 κουταλιές ελαιόλαδο.

Σε μια λεκανίτσα κοσκινίστε το αλεύρι. Κάντε μια λακουβίτσα και ρίξτε μέσα τον πουρέ της πατάτας ζεστό, το αλάτι, τη διαλυμένη μπυρομαγιά.


Αρχίστε σιγά-σιγά το ζύμωμα με το χέρι, προσθέτοντας λίγο-λίγο το χλιαρό νερό. Συνεχίστε το ζύμωμα ώσπου να πετύχετε μια ζύμη απαλή και ελαστική…



Χωρίστε την σε δύο κομμάτια. Ένα μεγάλο για το κάτω μέρος της πίτας (⅔ της ζύμης) και ένα μικρότερο για το επάνω…

Κάντε το μεγάλο κομμάτι μια μπάλα και ανοίξτε φύλλο…



Απλώστε το στο ταψί και αδειάστε πάνω τη γέμιση.




Ανοίξτε ένα φύλλο με την υπόλοιπη ζύμη και απλώστε το σουρωτά πάνω από τη γέμιση. Φτιάξτε το κόθορνο.



Σκεπάστε την πίτα και αφήστε την εκεί να καθίσει ήρεμα-ήρεμα μέχρι να φουσκώσει.
Η γιαγιά Αθηνά όταν βιαζόταν, γέμιζε μια λεκάνη με καυτό νερό και έβαζε από απάνω το ταψί. Οι καυτοί ατμοί βοηθούσαν το ζυμάρι να φουσκώσει γρηγορότερα.
Ραντίστε την πίτα βινίτα με μπόλικο λάδι…


Βάλτε να ψηθεί σε προθερμασμένο φούρνο στους 200 βαθμούς για 45-60 λεπτά.

Μπορείτε αν θέλετε να την κάνετε νηστίσιμη και αντί για τυρί και αυγά να προσθέσετε μια χούφτα ρύζι στις τσουκνίδες. Επίσης μπορείτε να αντικαταστήσετε τις τσουκνίδες με οποιοδήποτε άλλη γέμιση.
Φτιάξτε την..! Είναι μια πίτα απλή, όπως η αγάπη, μόνο που όπως έλεγε η γιαγιά Αθηνά η αγάπη δουλεύει με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά μυαλά: “…τον ανόητο τον φωτίζει, τον σοφό τον τυφλώνει…”
Σας φιλώ αυγή.
Αφήστε μια απάντηση