Θα πάρετε έναν κουραμπιέ;
Ένα από τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, πλάι σ’ αυτά Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης, Βουγιουκλάκη ή Καρέζη, Βίσση ή Βανδή, ΠΑΣΟΚΟΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ, είναι και αυτό που μας απασχολεί τούτες τις μέρες: το «κουραμπιέδες ή μελομακάρονα»;
Ομολογώ ότι η δική μου προτίμηση πηγαίνει πιο πολύ στα μελομακάρονα, ή φοινίκια που τα έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά μου, αλλά το σημερινό άρθρο θα αφιερωθεί στο άλλο μέλος του χριστουγεννιάτικου δίδυμου, τους κουραμπιέδες.
Η λέξη κουραμπιές είναι δάνειο από το τουρκικό Kurabiye, που προέρχεται από τα αραβικά. Παρόμοια γλυκίσματα με παρεμφερή ονόματα βρίσκουμε όχι μόνο στα τούρκικα, αλλά και σε άλλες γλώσσες της περιοχής, σαν το αζέρικο ghorabiye.

Σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο, ο κουραμπιές Μας συντροφεύει πολλά, πολλά χρόνια.
Πολλά περισσότερα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, και μάλλον περισσότερα από τα μελομακάρονα, αν κρίνω από το γεγονός ότι στις χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις που βρίσκω σε παλιές εφημερίδες των αρχών του 20ού αιώνα γίνεται αναφορά μόνο σε κουραμπιέδες.
Η παλιότερη μνεία της λέξης κουραμπιές που έχω βρει είναι στο διήγημα του Εμμ. Ροΐδη «Ιστορία μιας γάτας», όπου ο συγγραφέας αναπολεί την παιδική του ηλικία και λέει ότι: «Όταν μ’ εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος…».

Αναφορά σε κουραμπιέδες ξέρω ότι υπάρχει και σε διήγημα του Παπαδιαμάντη, αλλά δεν το έχω πρόχειρο. Απεναντίας η λέξη δεν υπάρχει στο λεξικό του Βυζάντιου (μέσα 19ου αιώνα) ή σε κάποια παλιότερα που κοίταξα, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα.
Ένα χρονογράφημα που βρήκα παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο που θρηνεί την κατάργηση του κουραμπιέ, δήθεν επειδή λερώνει, αλλά στην πραγματικότητα επειδή οι (τότε) νεότερες γενιές δεν μπορούν να τον φτιάξουν.
Και δεν μπορούσαν διότι: «Το βούτυρο της εποχής σας είναι νοθευμένο όπως η πολιτική σας, οι έρωτές σας, οι ιδέες σας, η ζωή σας. Η ζάχαρή σας είναι αστεία. Και η γυναίκα σας, η γυναίκα της εποχής σας… δεν είναι μέσα στην κουζίνα της. Είναι στο πιάνο και στην οδόν Ερμού».
Επίτηδες εκσυγχρόνισα την απλή καθαρεύουσα του κειμένου, γιατί, αν εξαιρέσουμε την αναφορά στο πιάνο, τέτοιες γεροντογκρίνιες θα μπορούσαμε να τις ακούσουμε και σήμερα, αλλά το χρονογράφημα που σας λέω είναι δημοσιευμένο το 1904 στο Σκριπ (το υπογράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου) και ο γέρος που παρουσιάζει θυμάται τους κουραμπιέδες της νεότητάς του, επί Όθωνα, και ανακηρύσσει τον κουραμπιέ σε σύμβολο «σπιτισμού, ελληνισμού, χριστιανισμού».
Πάντως, παρ’ όλα όσα λέει ο νοσταλγός του Όθωνα, οι κουραμπιέδες άντεξαν στο χρόνο.

Και όχι μόνο άντεξαν, αλλά από πολύ παλιά απέκτησαν και μεταφορική σημασία, διότι κουραμπιές δεν είναι μόνο το γνωστό γλύκισμα αλλά και ο απόλεμος στρατιωτικός, που επιδιώκει να μένει στα μετόπισθεν – και, κατ΄επέκταση, ο νωθρός και άβουλος άντρας.
Τη σημασία αυτή την έχουν τα λεξικά, αλλά πρέπει να έχει παλιώσει αρκετά, ιδίως η στρατιωτική.
Από πληροφορίες, γιατί στην εποχή μου οι γυναίκες δεν στρατεύονταν, στα σημερινά στρατόπεδα δεν πρέπει να λέγεται καθόλου η λέξη «κουραμπιές» με τη μεταφορική μειωτική σημασία και δεν θα με παραξενέψει αν πολλοί σημερινοί 25ρηδες δεν ξέρουν αυτή τη σημασία της λέξης. (Αν κάνω λάθος, διορθώστε με!)
Ο κουραμπιές έχει αντικατασταθεί, στη μεν πολιτική ζωή από τη λέξη βουτυρόπαιδο (που και αυτή μάλλον έχει παλιώσει), στη δε στρατιωτική ζωή… αλήθεια, υπάρχει σήμερα ανάλογη φανταρίστικη λέξη;

Γιατί ονομάστηκε κουραμπιές ο απόλεμος φαντάρος ή αξιωματικός; Ίσως επειδή είναι μεν ωραίος στην όψη αλλά εύκολα θρυμματίζεται.
Η πιο παλιά ανεύρεση της μεταφορικής σημασίας της λέξης που έχω βρει χρονολογείται από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, αλλά περιμένω να είναι αρκετά παλιότερη, πριν από το 1897.
Βρίσκω χρονογράφημα του Κονδυλάκη, από τον Μάιο του 1913, όπου λέει ότι άκουσε «κουραμπιέν» να λέει προς άλλον «κουραμπιέν»: – Διάβολε, πάλι βάσανα θα’ χομε!» Όπου βάσανα, οι μάχες στο Παγγαίο και οι προσπάθειες των «κουραμπιέδων» να παραμείνουν στα μετόπισθεν.
Θα θυμάστε άλλωστε το «ευζωνάκι γοργό» του τραγουδιού που καμαρώνει: «ποιος ντιστεγκές, ποιος κουραμπιές μπορεί να βγει μπροστά σε μένα». Ντιστεγκές, είναι ο κομψευόμενος.

Θαρρώ πως είναι αρκετά όσα είπαμε για τον κουραμπιέ. Θα παρατηρήσω όμως ότι ως λέξη ο κουραμπιές αποδείχτηκε πανίσχυρος.
Παρόλο που έχει τη λαϊκότατη κατάληξη -ές, αντιστάθηκε σε κάθε προσπάθεια εξευγενισμού και εξελληνισμού (βέβαια ο Γιάκωβος Διζικιρίκης είχε προτείνει να αποκαλούμε τον κουραμπιέ ελληνιστί αλευράχνη, αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε και έτσι ο κουραμπιές μπαίνει τροπαιούχος ακόμα και στα πιο αριστοκρατικά σαλόνια).
Λοιπόν θα πάρετε έναν κουραμπιέ; (Δείτε και τη συνταγή για μελομακάρονα αλλά και για νηστίσιμους κουραμπιέδες)
Τι θα χρειαστείτε:
- 500 γρ. βούτυρο γάλακτος
- 1 αυγό ολόκληρο ή 2 κρόκους
- 1 κουταλιά της σούπας, ζάχαρη άχνη
- 200 γρ. αμύγδαλα χοντροκοπανισμένα και ψημένα στο φούρνο για έξι περίπου λεπτά στους 200 βαθμούς.
- 1/3 φλιτζάνι του καφέ κονιάκ
- 2- 3 βανίλιες
- 1 πακέτο ζάχαρη άχνη για το πασπάλισμα
- Προαιρετικά ανθόνερο
- 4 1/2 κούπες αλεύρι (μπορεί να χρειαστεί και λίγο περισσότερο)
- 1 κουτάλι της σούπας μπέικιν πάουντερ
Πώς θα το φτιάξετε:
Αφήστε το βούτυρο να μαλακώσει σε θερμοκρασία δωματίου. Κοσκινίστε δύο φορές το αλεύρι να γίνει αφράτο μαζί με τις βανίλιες και το μπέικιν πάουντερ. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και αλεύρι που φουσκώνει μόνο του.
Καβουρδίστε τα αμύγδαλα αφού τα χοντροκόψετε στο μούλτι.


Σε μια λεκάνη, χτυπήστε πολύ καλά το βούτυρο να ασπρίσει, να αφρατέψει και να γίνει σαν κρέμα.


Προσθέστε μια κουταλιά της σούπας ζάχαρη άχνη και συνεχίστε για λίγο ακόμα το χτύπημα…

Ρίξτε πρώτα τον έναν κρόκο συνεχίζοντας, περιμένετε να απορροφηθεί και συνεχίζετε με τον δεύτερο.


Προσθέστε το κονιάκ και τις βανίλιες και αφήστε να χτυπηθεί για λίγο ακόμα.

Συνεχίστε με τα καβουρδισμένα αμύγδαλα και το αλεύρι.


Ανακατέψτε με το χέρι με κυκλικές κινήσεις, ώσπου να ενωθούν καλά τα υλικά. Δε χρειάζεται πολύ ζύμωμα, γιατί θα σφίξουν οι κουραμπιέδες και δε θα γίνουν αφράτοι.
Η ζύμη που θα προκύψει δεν πρέπει να είναι πολύ μαλακιά γιατί οι κουραμπιέδες θα απλώσουν στο ψήσιμο, ούτε πολύ σφιχτή. Είναι έτοιμη όταν αρχίζει να ξεκολλάει από τα τοιχώματα της λεκάνης.


Αφήστε τη ζύμη για ένα τέταρτο περίπου σκεπασμένη σε θερμοκρασία περιβάλλοντος.
Ντύστε ένα ταψί με λαδόκολλα.
Πλάστε τους κουραμπιέδες στα σχήματα που θέλετε. Εγώ προτιμώ τους παραδοσιακούς σφαιρικούς κουραμπιέδες και μάλιστα τους πλάθω στο μέγεθος μπουκιάς.



Ψήστε για 25 – 30 λεπτά στους 200 βαθμούς στις αντιστάσεις μέχρι να ροδίσουν ή στους 170 βαθμούς στον αέρα.


Μόλις τους βγάλετε από το φούρνο ραντίστε τους με το ανθόνερο. Σας βεβαιώνω θα μοσχομυρίσουν και θα πάρουν άλλη γεύση.
Το μυστικό για να πετύχετε τους αφράτους, τέλειους κουραμπιέδες βρίσκεται στο καλό χτύπημα και στο επιμελημένο άχνισμα.
Προσέξτε λοιπόν τι θα κάνετε: Στρώστε ένα αλουμινόχαρτο στο πάγκο της κουζίνας και κοσκινίστε μια γενναία στρώση άχνης.

Βυθίστε στην άχνη τους κουραμπιέδες αμέσως μόλις τους βγάλετε από το φούρνο έτσι όπως είναι καυτοί-καυτοί, αμέσως μετά το ράντισμα με το ανθόνερο…

Μετά κοσκινίστε και μπόλικη άχνη από πάνω…


Αφήστε τους έτσι για ένα δεκάλεπτο και ξεχωρίστε τους.
Η άχνη θα κολλήσει στην επιφάνειά τους και θα τους διατηρήσει για πολύ καιρό αφράτους. Θα λιώνουν στο στόμα!


Καλή επιτυχία φίλες μου και καλά μαγειρέματα.
Να είστε καλά και να προσέχετε τους υπέροχους και μοναδικούς εαυτούς σας. Μέχρι το επόμενο μαγειρικό μας ραντεβού φροντίστε να παίρνετε και να δίνετε απολαύσεις χωρίς να κάνετε κακό ούτε στον εαυτό σας ούτε στους άλλους γιατί αυτό, έλεγε η γιαγιά Αθηνά, νομίζω πως είναι ολόκληρη η ηθική.
Σας φιλώ αυγή
Αφήστε μια απάντηση